Κοηβοί
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Αύγ 18, 2018 11:42 am
«Νομίζεις πως αξίζει τον κόπο».
Η ερώτηση ήταν απλή και την είχε ξανακούσει, περισσότερες φορές απ’ όσες άντεχε η περηφάνια και η ματαιοδοξία του. Διαισθάνθηκε όμως, -μάλλον λόγω του συνωμοτικού τόνου που αυτή ειπώθηκε, ότι αυτή τη φορά εννοούσε κάτι διαφορετικό. Επέλεξε όμως ν’ απαντήσει κοινότυπα. «Τι εννοείς;» Τραβηξε –κάπως αμήχανα- τα γκέμια του αλόγου του και δίχως να πάρει τα ματια του από την απέναντι όχθη.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Η πύρινη μπάλα συμπιεζόταν στη γη από ένα πολύχρωμο φλεγόμενο σύννεφο. Πολλές από τις μυρωδιές που γαργαλούσαν τα ρουθούνια του, του ήταν εντελώς άγνωστες: Σάπια χόρτα, σάπια φρούτα και μούχλα.
«Σε είδα πριν λίγο στη σκηνή. Ρουφούσες πάλι καπνό απ’ αυτά τα καφετιά φυτά».
«Και πάλι, τι εννοείς;» στράφηκε και τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.
Τελευταία το έκανε όλο και πιο συχνά.
Αυτή τη φορα τράβηξε τα γκέμια αυτός που ξεκίνησε τον διάλογο. «Δεν σου έχουν μείνει πολλά απ’ αυτά τα φυτά…»
«Πτο…»
«Κι άκουσα!» έσπευσε να συνεχίσει «…Τι συνομιλία σου μ’ αυτούς που σου τα ‘φεραν. Είμαι μεγαλύτερος σου και ξέρω πότε κάποιος είναι εξαρτημένος από κάτι, κι εσύ είσαι».
Και οι δυο άντρες στράφηκαν απότομα προς την απέναντι όχθη που μετά βίας διακρινόταν, -πλέον. Οι φωνές των ελεφάντων, -αυτά τα θηρία για τα οποία είχαν ακούσει αλλά ποτέ δεν είχαν δει-, είχαν πυκνώσει.
«Έχεις αποφασίσει να φτάσεις στη χώρα τους» συνεχίζει ο κατ’ ομολογία ο μεγαλύτερος από τους δύο.
Το δεξί χέρι του άλλου άντρα τραβηξε ξανά τα γκέμια του αλόγου, κι εξαφανίστηκε.
Λίγους μήνες νωρίτερα στη Βαβυλώνα.
Ένας εξελληνισμένος νεαρός Πέρσης έχει γονατίσει μπροστά στον άνθρωπο που όλο και πιο συχνά προβληματίζεται αν απλά είναι γιος του Δία, η, και ο ίδιος είναι θεός.
«Μεγάλε βασιλιά, ήρθαν κάποιοι να σε δουν και να υποβάλουν τα σέβη τους».
Ο –στην πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερος- βασιλιάς, σταμάτησε απότομα να χασκογελάει με τους ντόπιους αυλοκόλακες που τον τελευταίο καιρό είχαν εκτοπίσει τους συντρόφους του από την ομήγυρη του. Ανακάθισε στο ανάκλιντρο και κοίταξε απογοητευμένος την αδεια κούπα στο χέρι του.
«Πως είναι;» ρώτησε ενώ ο πιο φιλόδοξος αυλοκολακίσκος έσπευσε, -σαν χήρα στο κρεβάτι- να του γεμίσει την κούπα με μη αραιωμένο κρασί.
«Μεγάλε βασιλιά… είναι πολύ περίεργοι. Μοιάζουν με…»
«Αν είναι εκείνοι οι αναιδέστατοι Κέλτες…» στράφηκε και κοίταξε με παράπονο του αυλοκόλακες, «ακούς εκεί… κάποτε, στην Ιλλυρία, όταν τους ρώτησα τι φοβούνται περισσότερο, οι βρωμιάρηδες μου απάντησαν –αντί να πουν Εμένα- μην τους πέσει, λέει, ο ουρανός στο κεφάλι».
Οι αυλοκόλακες συναγωνίστηκαν στην επίδειξη της ευελιξίας του λαιμού τους στις περιστροφικές κινήσεις, και στο να δίνουν στα βαμμένα χείλη τους σχήμα αναποδογυρισμένης βάρκας.
«Μεγάλε βασιλιά, δεν είναι Κέλτες»
«Καλά, πεσ’ τους να περάσουν… ε! Πτολεμαίε!». Έκανε να σηκωθεί καθώς είδε έναν από τους αγαπημένους του στρατηγούς να μπαίνει στη μεγάλη αίθουσα. «Ήρθαν λέει κάποιοι περίεργοι τύποι να με δουν και να υποβάλουν τα…»
«Είσαι μεθυσμένος Αλέξανδρε».
«Μη με προσβάλεις…» έχασε την ισορροπία του.
Ο Πτολεμαίος πετάχτηκε και γράπωσε πριν σωριαστεί στο πάτωμα, τον άνθρωπο που τον ανέδειξε και ταυτόχρονα του γάμησε τη ζωή.
«Είμαι τύφλα! Άκου, ήρθαν λέει κάτι περίεργ…»
«Για άλλο λόγο ήρθα, αλλά, ναι, τους είδα, είναι απ’ έξω».
«Να τους ακούσουμε μαζί».
«Ε, έχουμε κάνει και χειρότερα». Κάθισε δίπλα του κι έριξε ένα περιστροφικό βλέμμα γεμάτο υγρή σιχασιά προς τους αυλοκόλακες. Αυτοι σαν θρασύδειλες μακιγιαρισμένες ύαινες τραβήχτηκαν πίσω, ενώ τα κεφάλια τους βυθίστηκαν στους κυρτωμένους κορμούς τους.
Οι νεοφερμένοι δεν έμοιαζαν με κανέναν από τους λαούς που είχαν συναντήσει έως τότε: Ήταν κοντούληδες με ασθενικό μυϊκό σύστημα και ημίγυμνοι ντυμένοι με φούστες σχισμένες στο πλάι. Λαδί δέρμα, μαύρα μαλλιά κοτσίδες και με τεράστια χαμόγελα.Του εξήγησαν σε σπαστά Ελληνικά της Αιολικής διαλέκτου, πως ήρθαν από το νησί τους, που απ’ ό,τι κατάλαβε ο Αλέξανδρος μάλλον βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, για να του αποδώσουν τιμές. Του είπαν πως από έναν Καρχηδόνιο ναυαγό έμαθαν για τα κατορθώματα του Μακεδόνα βασιλιά. Τα Ελληνικά τα γνώριζαν διότι κάποτε κάποιοι Έλληνες είχαν ναυαγήσει έξω από το νησί τους. Με τις γνώσεις τους στη μεταλλουργεία βοήθησαν τη φυλη τους να απαλλαγει από το φόρο αίματος που για πολλές γενιές ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στους ανθρωποφάγους γείτονες τους, κι έγιναν βασιλιάδες τους. Αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο Κοηβάς ο Θεσσαλός, και εκτοτε η φυλή τους, για να τον τιμήσει, πήρε το όνομα Κοηβά.
Ο Πτολεμαίος άκουγε με μεγάλη προσοχή, ενώ ο Αλέξανδρος βαριόταν και το έδειχνε. Τον ενδιέφερε μονο η Ανατολή.
Πριν οι επισκέπτες φύγουν, απογοητευμένοι με την χλιαρή υποδοχή, άφησαν δώρο στο Αλέξανδρο ένα ξύλινο μπαούλο. Περιείχε ξεραμένα μασούρια από καφετιά φυτά, χοντρά όσο ένας αντίχειρας ευνούχου. Μ’ αυτά ταξιδεύουμε κι ονειρευόμαστε του είχαν εξηγήσει και αφού άναψαν φωτιά τη μια άκρη των φητων, είχαν δείξει στον Αλέξανδρο πώς να ρουφά τον καπνό τους από τη μύτη.
Κι έφυγαν.
Το γέλιο των αυλοκολάκων κόπηκε απότομα όταν ο Αλέξανδρος συνεπαρμένος από την οσμή του καπνού, -λες και το κρασί εγκατέλειψε με μιας το σώμα του- σηκώθηκε κι άρχισε να περιεργάζεται το περίεργο δώρο.
Τους επόμενους μήνες ο Αλέξανδρος ανακάλυψε πως ο καπνός ήταν πολύ πιο νόστιμος αν αντί από τη μύτη τον ρουφούσε απ’ το στόμα. Ο ενθουσιασμός του με το δώρο των Κοηβά δεν είχε προηγούμενο. Με φρίκη διαπίστωνε όμως πως σε λίγους μήνες δεν θα είχε άλλα καφετιά μασούρια. Το μπαούλο άδειαζε ταχύτατα.
Κάπως έτσι, απλά, αποφάσισε να φτάσει στο νησί τους. Σκέφτηκε, αν τα κατάφερε –έστω κι ως ναυαγός- ένας Θεσσαλός, -αυτοί μόνο για να εκτρέφουν άλογα ήταν ικανοί- γιατί όχι κι αυτός. Οι Κοηβά του είχαν πει πως η πατρίδα τους βρισκόταν δυτικά. Ο δάσκαλος του ο Αριστοτέλης ήταν πεπεισμένος πως η γη ήταν στρογγυλή. Οπότε, αν ο Αλέξανδρος συνέχιζε την πορεία του ανατολικά κάποια στιγμή θα έφτανε στο νησί των Κοηβών.
Τόσο απλό.
Η είσοδος της σκηνής τινάχτηκε απότομα και εισήρθε ένας μεταβιβαστής.
«Βασιλιά Αλέξανδρε! Βρήκαμε ένα πέρασμα πιο κάτω».
«Εντάξει. Να περάσει το ποτάμι το μισό στράτευμα. Μην παρεκκλίνετε από το σχέδιο».
Ένα λοξό χαμόγελο αναπτύχτηκε στο πρόσωπο του Αλεξάνδρου καθώς ρουφούσε τον καπνό από ένα μασούρι των Κοηβών.
Η ερώτηση ήταν απλή και την είχε ξανακούσει, περισσότερες φορές απ’ όσες άντεχε η περηφάνια και η ματαιοδοξία του. Διαισθάνθηκε όμως, -μάλλον λόγω του συνωμοτικού τόνου που αυτή ειπώθηκε, ότι αυτή τη φορά εννοούσε κάτι διαφορετικό. Επέλεξε όμως ν’ απαντήσει κοινότυπα. «Τι εννοείς;» Τραβηξε –κάπως αμήχανα- τα γκέμια του αλόγου του και δίχως να πάρει τα ματια του από την απέναντι όχθη.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Η πύρινη μπάλα συμπιεζόταν στη γη από ένα πολύχρωμο φλεγόμενο σύννεφο. Πολλές από τις μυρωδιές που γαργαλούσαν τα ρουθούνια του, του ήταν εντελώς άγνωστες: Σάπια χόρτα, σάπια φρούτα και μούχλα.
«Σε είδα πριν λίγο στη σκηνή. Ρουφούσες πάλι καπνό απ’ αυτά τα καφετιά φυτά».
«Και πάλι, τι εννοείς;» στράφηκε και τον κοίταξε απευθείας στα μάτια.
Τελευταία το έκανε όλο και πιο συχνά.
Αυτή τη φορα τράβηξε τα γκέμια αυτός που ξεκίνησε τον διάλογο. «Δεν σου έχουν μείνει πολλά απ’ αυτά τα φυτά…»
«Πτο…»
«Κι άκουσα!» έσπευσε να συνεχίσει «…Τι συνομιλία σου μ’ αυτούς που σου τα ‘φεραν. Είμαι μεγαλύτερος σου και ξέρω πότε κάποιος είναι εξαρτημένος από κάτι, κι εσύ είσαι».
Και οι δυο άντρες στράφηκαν απότομα προς την απέναντι όχθη που μετά βίας διακρινόταν, -πλέον. Οι φωνές των ελεφάντων, -αυτά τα θηρία για τα οποία είχαν ακούσει αλλά ποτέ δεν είχαν δει-, είχαν πυκνώσει.
«Έχεις αποφασίσει να φτάσεις στη χώρα τους» συνεχίζει ο κατ’ ομολογία ο μεγαλύτερος από τους δύο.
Το δεξί χέρι του άλλου άντρα τραβηξε ξανά τα γκέμια του αλόγου, κι εξαφανίστηκε.
Λίγους μήνες νωρίτερα στη Βαβυλώνα.
Ένας εξελληνισμένος νεαρός Πέρσης έχει γονατίσει μπροστά στον άνθρωπο που όλο και πιο συχνά προβληματίζεται αν απλά είναι γιος του Δία, η, και ο ίδιος είναι θεός.
«Μεγάλε βασιλιά, ήρθαν κάποιοι να σε δουν και να υποβάλουν τα σέβη τους».
Ο –στην πραγματικότητα όλο και μεγαλύτερος- βασιλιάς, σταμάτησε απότομα να χασκογελάει με τους ντόπιους αυλοκόλακες που τον τελευταίο καιρό είχαν εκτοπίσει τους συντρόφους του από την ομήγυρη του. Ανακάθισε στο ανάκλιντρο και κοίταξε απογοητευμένος την αδεια κούπα στο χέρι του.
«Πως είναι;» ρώτησε ενώ ο πιο φιλόδοξος αυλοκολακίσκος έσπευσε, -σαν χήρα στο κρεβάτι- να του γεμίσει την κούπα με μη αραιωμένο κρασί.
«Μεγάλε βασιλιά… είναι πολύ περίεργοι. Μοιάζουν με…»
«Αν είναι εκείνοι οι αναιδέστατοι Κέλτες…» στράφηκε και κοίταξε με παράπονο του αυλοκόλακες, «ακούς εκεί… κάποτε, στην Ιλλυρία, όταν τους ρώτησα τι φοβούνται περισσότερο, οι βρωμιάρηδες μου απάντησαν –αντί να πουν Εμένα- μην τους πέσει, λέει, ο ουρανός στο κεφάλι».
Οι αυλοκόλακες συναγωνίστηκαν στην επίδειξη της ευελιξίας του λαιμού τους στις περιστροφικές κινήσεις, και στο να δίνουν στα βαμμένα χείλη τους σχήμα αναποδογυρισμένης βάρκας.
«Μεγάλε βασιλιά, δεν είναι Κέλτες»
«Καλά, πεσ’ τους να περάσουν… ε! Πτολεμαίε!». Έκανε να σηκωθεί καθώς είδε έναν από τους αγαπημένους του στρατηγούς να μπαίνει στη μεγάλη αίθουσα. «Ήρθαν λέει κάποιοι περίεργοι τύποι να με δουν και να υποβάλουν τα…»
«Είσαι μεθυσμένος Αλέξανδρε».
«Μη με προσβάλεις…» έχασε την ισορροπία του.
Ο Πτολεμαίος πετάχτηκε και γράπωσε πριν σωριαστεί στο πάτωμα, τον άνθρωπο που τον ανέδειξε και ταυτόχρονα του γάμησε τη ζωή.
«Είμαι τύφλα! Άκου, ήρθαν λέει κάτι περίεργ…»
«Για άλλο λόγο ήρθα, αλλά, ναι, τους είδα, είναι απ’ έξω».
«Να τους ακούσουμε μαζί».
«Ε, έχουμε κάνει και χειρότερα». Κάθισε δίπλα του κι έριξε ένα περιστροφικό βλέμμα γεμάτο υγρή σιχασιά προς τους αυλοκόλακες. Αυτοι σαν θρασύδειλες μακιγιαρισμένες ύαινες τραβήχτηκαν πίσω, ενώ τα κεφάλια τους βυθίστηκαν στους κυρτωμένους κορμούς τους.
Οι νεοφερμένοι δεν έμοιαζαν με κανέναν από τους λαούς που είχαν συναντήσει έως τότε: Ήταν κοντούληδες με ασθενικό μυϊκό σύστημα και ημίγυμνοι ντυμένοι με φούστες σχισμένες στο πλάι. Λαδί δέρμα, μαύρα μαλλιά κοτσίδες και με τεράστια χαμόγελα.Του εξήγησαν σε σπαστά Ελληνικά της Αιολικής διαλέκτου, πως ήρθαν από το νησί τους, που απ’ ό,τι κατάλαβε ο Αλέξανδρος μάλλον βρισκόταν πέρα από τις Ηράκλειες στήλες, για να του αποδώσουν τιμές. Του είπαν πως από έναν Καρχηδόνιο ναυαγό έμαθαν για τα κατορθώματα του Μακεδόνα βασιλιά. Τα Ελληνικά τα γνώριζαν διότι κάποτε κάποιοι Έλληνες είχαν ναυαγήσει έξω από το νησί τους. Με τις γνώσεις τους στη μεταλλουργεία βοήθησαν τη φυλη τους να απαλλαγει από το φόρο αίματος που για πολλές γενιές ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στους ανθρωποφάγους γείτονες τους, κι έγιναν βασιλιάδες τους. Αρχηγός των Ελλήνων ήταν ο Κοηβάς ο Θεσσαλός, και εκτοτε η φυλή τους, για να τον τιμήσει, πήρε το όνομα Κοηβά.
Ο Πτολεμαίος άκουγε με μεγάλη προσοχή, ενώ ο Αλέξανδρος βαριόταν και το έδειχνε. Τον ενδιέφερε μονο η Ανατολή.
Πριν οι επισκέπτες φύγουν, απογοητευμένοι με την χλιαρή υποδοχή, άφησαν δώρο στο Αλέξανδρο ένα ξύλινο μπαούλο. Περιείχε ξεραμένα μασούρια από καφετιά φυτά, χοντρά όσο ένας αντίχειρας ευνούχου. Μ’ αυτά ταξιδεύουμε κι ονειρευόμαστε του είχαν εξηγήσει και αφού άναψαν φωτιά τη μια άκρη των φητων, είχαν δείξει στον Αλέξανδρο πώς να ρουφά τον καπνό τους από τη μύτη.
Κι έφυγαν.
Το γέλιο των αυλοκολάκων κόπηκε απότομα όταν ο Αλέξανδρος συνεπαρμένος από την οσμή του καπνού, -λες και το κρασί εγκατέλειψε με μιας το σώμα του- σηκώθηκε κι άρχισε να περιεργάζεται το περίεργο δώρο.
Τους επόμενους μήνες ο Αλέξανδρος ανακάλυψε πως ο καπνός ήταν πολύ πιο νόστιμος αν αντί από τη μύτη τον ρουφούσε απ’ το στόμα. Ο ενθουσιασμός του με το δώρο των Κοηβά δεν είχε προηγούμενο. Με φρίκη διαπίστωνε όμως πως σε λίγους μήνες δεν θα είχε άλλα καφετιά μασούρια. Το μπαούλο άδειαζε ταχύτατα.
Κάπως έτσι, απλά, αποφάσισε να φτάσει στο νησί τους. Σκέφτηκε, αν τα κατάφερε –έστω κι ως ναυαγός- ένας Θεσσαλός, -αυτοί μόνο για να εκτρέφουν άλογα ήταν ικανοί- γιατί όχι κι αυτός. Οι Κοηβά του είχαν πει πως η πατρίδα τους βρισκόταν δυτικά. Ο δάσκαλος του ο Αριστοτέλης ήταν πεπεισμένος πως η γη ήταν στρογγυλή. Οπότε, αν ο Αλέξανδρος συνέχιζε την πορεία του ανατολικά κάποια στιγμή θα έφτανε στο νησί των Κοηβών.
Τόσο απλό.
Η είσοδος της σκηνής τινάχτηκε απότομα και εισήρθε ένας μεταβιβαστής.
«Βασιλιά Αλέξανδρε! Βρήκαμε ένα πέρασμα πιο κάτω».
«Εντάξει. Να περάσει το ποτάμι το μισό στράτευμα. Μην παρεκκλίνετε από το σχέδιο».
Ένα λοξό χαμόγελο αναπτύχτηκε στο πρόσωπο του Αλεξάνδρου καθώς ρουφούσε τον καπνό από ένα μασούρι των Κοηβών.